- κακοσύντακτος
- και κακοσύνταχτος, -η, -οαυτός που δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με τους κανόνες τής γλώσσας, αυτός που έχει συνταχθεί λανθασμένα, άτεχνα, ο ασύντακτος.επίρρ...κακοσύντακτα και κακοσύνταχτα και κακοσυντάκτωςμε ασυνταξίες, με κακή σύνταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + συντάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.